νεκριμαῖος

From LSJ
Revision as of 13:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρῐμαῖος Medium diacritics: νεκριμαῖος Low diacritics: νεκριμαίος Capitals: ΝΕΚΡΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nekrimaîos Transliteration B: nekrimaios Transliteration C: nekrimaios Beta Code: nekrimai=os

English (LSJ)

α, ον,    A = θνησιμαῖος, of animals, Aq.De.14.8, Sch.Ar.Av.538, OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), Erot. and Hsch. s.v. κενέβρεια; also of a human being, τὸ ν. LXX 3 Ki.13.25.

German (Pape)

[Seite 237] von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρῐμαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ θνησιμαῖος, ἐπὶ ζῴων, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΔ΄, 8), Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ὄρν. 538, Ἡσύχ. ἐν λ. κενέβρεια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bête morte.
Étymologie: νεκρός.

Greek Monolingual

νεκριμαῑος, -αία, -ον (Α)
1. νεκρικός, θνησιμαίος
2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον
το θνησιμαίο, το πτώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ιμαῖος (< -ιμος και -αῖος), πρβλ. κοινων-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος).