μελαγκράνινος

From LSJ
Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκράνινος Medium diacritics: μελαγκράνινος Low diacritics: μελαγκράνινος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΡΑΝΙΝΟΣ
Transliteration A: melankráninos Transliteration B: melankraninos Transliteration C: melagkraninos Beta Code: melagkra/ninos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A plaited of rushes, Philet.17.2; σφενδόναι Str.3.5.1 (-κραϊν- codd. in both places).

Greek Monolingual

μελαγκράνινος, -ον ή μελαγκράνιος, -ον (Α)
πλεγμένος από μελαγκρανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κράνινος και -κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περι-κράνιος].