μολυβίς
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A gloss on μολύβδαινα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 200] ίδος, ἡ, Erkl. von μολύβδαινα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μολῠβίς: -ίδος, ἡ, = μολυβδίς, Ἡσύχ., Βασιλ. 2. σ. 145.