μηρίζω
From LSJ
English (LSJ)
(μηρός) A strike on the thigh, Com. word coined on analogy of γαστρίζω, D.L.7.172.
German (Pape)
[Seite 177] an die Schenkel schlagen, komisch nach γαστρίζω gebildet, D. L. 7, 172.
Greek (Liddell-Scott)
μηρίζω: (μηρὸς) κτυπῶ τὸν μηρόν, κωμικὴ λέξις ἐσχηματισμένη κατ’ ἀναλογίαν τοῦ γαστρίζω, Διογ. Λ. 7. 172.
Greek Monolingual
μηρίζω (Α) μηρός
χτυπώ στους μηρούς.
Russian (Dvoretsky)
μηρίζω: (шутл. по аналогии с γαστρίζω) хлопать по ляжке Diog. L.