νίτρασμα

From LSJ
Revision as of 13:11, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίτρασμα Medium diacritics: νίτρασμα Low diacritics: νίτρασμα Capitals: ΝΙΤΡΑΣΜΑ
Transliteration A: nítrasma Transliteration B: nitrasma Transliteration C: nitrasma Beta Code: ni/trasma

English (LSJ)

ατος, τό,    A soap, Sor.1.82.

Greek Monolingual

νίτρασμα, τὸ (Α)
μίγμα με βάση το νίτρο το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το σαπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νιτράζω (< νίτρον)].