οἰκτροκέλευθος
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ον, A going a wretched journey, Man.4.222.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτροκέλευθος: -ον, ὁ οἰκτρὰν ὁδὸν πορευόμενος, ἀθλίαν ὁδοιπορίαν ἐκτελῶν, Μανέθων 4. 222.
Greek Monolingual
οἰκτροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξο-κέλευθος)].