ξυλοειδής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ές, A like wood, λόφος τὸ χρῶμα ξ. Clytus I ; dry, Androm. ap. Gal.14.42 ; cf. ξυλώδης. II wooden, θυρίδες PSI5.547.15, al. (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 281] ές, holzartig, -ähnlich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ξύλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3, Ἀθήν. 655D.
Greek Monolingual
-ές (Α ξυλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ξύλο
αρχ.
1. ξύλινος
2. ξηρός.