νυκτιλόχος

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλόχος Medium diacritics: νυκτιλόχος Low diacritics: νυκτιλόχος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΟΧΟΣ
Transliteration A: nyktilóchos Transliteration B: nyktilochos Transliteration C: nyktilochos Beta Code: nuktilo/xos

English (LSJ)

ον,    A lying in wait by night, Theognost.Can.84, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλόχος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ἐνεδρεύων, λῃστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 18· ― νυκτιλοχέω, Βυζ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νυκτιλόχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» — η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμο-λόχος)].