ξυστρολήκυθος

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστρολήκῠθος Medium diacritics: ξυστρολήκυθος Low diacritics: ξυστρολήκυθος Capitals: ΞΥΣΤΡΟΛΗΚΥΘΟΣ
Transliteration A: xystrolḗkythos Transliteration B: xystrolēkythos Transliteration C: ksystrolikythos Beta Code: custrolh/kuqos

English (LSJ)

ὁ,    A slave who carried his master's ξυστρίς and λήκυθος to and from the bath, Hsch.

Greek Monolingual

ξυστρολήκυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»
2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο του κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό» + λήκυθος.