πάνακες
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Full diacritics: πᾰνακες | Medium diacritics: πάνακες | Low diacritics: πάνακες | Capitals: ΠΑΝΑΚΕΣ |
Transliteration A: pánakes | Transliteration B: panakes | Transliteration C: panakes | Beta Code: pa/nakes |
τό, A v. πανακής II.
πάνακες: τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.
πάνακες, τὸ (Α)
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].