παλίννοστος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, A returning, Nonn.D.6.62, al.
German (Pape)
[Seite 450] wieder zurückkehrend, Nonn. D. 6, 62 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παλίννοστος: -ον, ὁ παλιννοστῶν, ἴδε παλίνοστος.
Greek Monolingual
παλίννοστος, -ον (Α)
βλ. παλίνοστος.