παλίνοστος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
German (Pape)
[Seite 450] auch παλίννοστος geschrieben, zurückkehrend, Nonn. 6, 62, oft.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνοστος: ἢ πᾰλίννοστος, ὑποστρέφων, Νόνν. Δ. 6. 62, τοῦ αὐτοῦ Εὐαγγ. κ. Ἰω. 1. 52.
Greek Monolingual
παλίνοστος και παλίννοστος, -ον (Α)
αυτός που επανέρχεται, που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + νόστος (πρβλ. εύνοστος)].