περισείρια
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
English (LSJ)
τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf. A παράσειρος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 590] τά, = παρασείρια, παρασύρια, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περισείρια: τά, πρβλ. παράσειρος ΙΙ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια της γλώττης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σειρά (πρβλ. παρά-σειρα «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)].