περισείρια

From LSJ
Revision as of 15:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισείρια Medium diacritics: περισείρια Low diacritics: περισείρια Capitals: ΠΕΡΙΣΕΙΡΙΑ
Transliteration A: periseíria Transliteration B: periseiria Transliteration C: periseiria Beta Code: perisei/ria

English (LSJ)

τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf.    A παράσειρος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 590] τά, = παρασείρια, παρασύρια, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περισείρια: τά, πρβλ. παράσειρος ΙΙ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια της γλώττης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σειρά (πρβλ. παρά-σειρα «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)].