πηγάνινος

From LSJ
Revision as of 17:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγάνινος Medium diacritics: πηγάνινος Low diacritics: πηγάνινος Capitals: ΠΗΓΑΝΙΝΟΣ
Transliteration A: pēgáninos Transliteration B: pēganinos Transliteration C: piganinos Beta Code: phga/ninos

English (LSJ)

η, ον,    A of rue, ἔλαιον Id.11.489.

German (Pape)

[Seite 608] aus Raute, von der Raute gemacht, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πηγάνινος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ πηγάνου, πηγάνινον ἔλαιον Γαλην. τ. 13, σ. 40, Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 22, 98, κτλ.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από πήγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος)].