περονητήρ
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
Full diacritics: περονητήρ | Medium diacritics: περονητήρ | Low diacritics: περονητήρ | Capitals: ΠΕΡΟΝΗΤΗΡ |
Transliteration A: peronētḗr | Transliteration B: peronētēr | Transliteration C: peronitir | Beta Code: peronhth/r |
ῆρος, ὁ, A buckle, brooch, IG22.47.12 (iv B. C.).
ὁ, Α
περόνη, πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρουρη-τήρ)].