πολυκίνδυνος

From LSJ
Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκίνδῡνος Medium diacritics: πολυκίνδυνος Low diacritics: πολυκίνδυνος Capitals: ΠΟΛΥΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: polykíndynos Transliteration B: polykindynos Transliteration C: polykindynos Beta Code: poluki/ndunos

English (LSJ)

ον,    A very dangerous, Isoc.10.17 as cited by Demetr.Eloc.23.    II conversant with danger, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.198.

German (Pape)

[Seite 664] mit vieler Gefahr, Demetr. Phal. 23.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκίνδῡνος: -ον, λίαν ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ επικίνδυνος
2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους
3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος.