Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Full diacritics: πολτώδης | Medium diacritics: πολτώδης | Low diacritics: πολτώδης | Capitals: ΠΟΛΤΩΔΗΣ |
Transliteration A: poltṓdēs | Transliteration B: poltōdēs | Transliteration C: poltodis | Beta Code: poltw/dhs |
ες, A porridge-like, Erot. s.v. πολφοί.
[Seite 659] ες, breiartig, Sp.
πολτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πόλτον, Ἐρωτιαν. σ. 314.
-ες, ΝΑ πολτός
αυτός που μοιάζει με πολτό.