πολύαρχος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A ruling over many, Corn.ND35.
German (Pape)
[Seite 659] vielherrschend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαρχος: -ον, ὁ ἐπὶ πολλῶν ἄρχων, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 35· τὸ πολύαρχον = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. 3, 414Α.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύαρχον
πολυαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].