πολύαρχος

From LSJ
Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαρχος Medium diacritics: πολύαρχος Low diacritics: πολύαρχος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: polýarchos Transliteration B: polyarchos Transliteration C: polyarchos Beta Code: polu/arxos

English (LSJ)

ον,    A ruling over many, Corn.ND35.

German (Pape)

[Seite 659] vielherrschend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαρχος: -ον, ὁ ἐπὶ πολλῶν ἄρχων, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 35· τὸ πολύαρχον = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. 3, 414Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύαρχον
πολυαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].