πολύφυλος

From LSJ
Revision as of 18:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφῡλος Medium diacritics: πολύφυλος Low diacritics: πολύφυλος Capitals: ΠΟΛΥΦΥΛΟΣ
Transliteration A: polýphylos Transliteration B: polyphylos Transliteration C: polyfylos Beta Code: polu/fulos

English (LSJ)

ον,    A consisting of many tribes, θνητοί Orph.H.62.3; epith. of Egypt, Timo 12.

German (Pape)

[Seite 676] von vielen Stämmen, Geschlechtern; Timon bei Ath. I, 22 d; Orph. H. 60, 2. 61, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφῡλος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν φύλων ἢ φυλῶν συνιστάμενος, θνητοὶ Ὀρφ. Ὕμν. 60. 2· ὡς ἐπίθ. τῆς Αἰγύπτου, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφυλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές
2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό-φυλος, ομό-φυλος].