προξενήτρια
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
fem. of προξενητής, A = προμνήστρια, Sch.Ar.Nu.41.
German (Pape)
[Seite 736] ἡ, fem. zu προξενητής, Vermittlerinn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προξενήτρια: θηλ. τοῦ προξενητής, = προμνήστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 41.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. προξενητής.