προξενητής

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προξενητής Medium diacritics: προξενητής Low diacritics: προξενητής Capitals: ΠΡΟΞΕΝΗΤΗΣ
Transliteration A: proxenētḗs Transliteration B: proxenētēs Transliteration C: proksenitis Beta Code: procenhth/s

English (LSJ)

προξενητοῦ, ὁ, broker, agent, CIG2942 (Tralles); σωμάτων slave-broker, OGI524.2 (pl., Thyatira); [γάμου] Cod.Just. 5.1.6.1.

German (Pape)

[Seite 736] ὁ, Vermittler, Zuweiser; in Handelssachen ein Mäkler, Sp.; dah. im lat. proxeneta.

Greek (Liddell-Scott)

προξενητής: -οῦ, ὁ, ὁ διαπραγματευόμενος, ἀντιπρόσωπος, πράκτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2942· τὸ λατ. proxeneta. 2) = νυμφαγωγός, Μοσχόπουλ. ἔνθα προξενίτης.

Greek Monolingual

ο, θηλ. προξενήτρια, ΝΜΑ, θηλ. και προξενήτρα Ν προξενῶ
αντιπρόσωπος σε διαπραγματεύσεις, πράκτορας, μεσίτης
νεοελλ.
παροιμ. «ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει» — λέγεται για εκείνον που επιδιώκει το δικό του συμφέρον και προσποιείται ότι φροντίζει για τους άλλους
νεοελλ.-μσν.
άτομο που κάνει το προξενείο, μεσολαβητής για τη σύναψη γάμου (α. «στείλε προξενήτρες στη μάνα μου και προξενητάδες στο μπάρμπα μου», δημ. τραγούδι
β. «γάμου προξενητής», Κωδ. Ιουστ.)
αρχ.
αυτός που προξενεί κάτι, ο αίτιος για να γίνει κάτι.

Translations

matchmaker

Arabic: خَاطِب‎, خَاطِبَة‎; Belarusian: сват, свацця; Bulgarian: сватовник, сватовница; Chinese Mandarin: 媒人, 媒妁, 媒婆, 伐柯人; Czech: dohazovač, dohazovačka; Danish: ægteskabsformidler, giftekniv, Kirsten Giftekniv; Dutch: koppelaar, koppelaarster; Estonian: kosjasobitaja; Faroese: hjúnabandsmeklari; Finnish: puhemies, avioliittovälittäjä; French: entremetteur, entremetteuse, marieur, marieuse, apparieur, apparieuse; Gallo: bassadou; Georgian: მაჭანკალი; German: Kuppler, Kupplerin, Ehestifter, Ehestifterin, Heiratsvermittler, Heiratsvermittlerin, Schadchen; Greek: προξενητής, προξενήτρα; Ancient Greek: ἐκγαμιστής, νυμφαγωγός, νυμφεύτρια, ξυναγωγεύς, ὁ τοῦ γάμου συναγωγεύς, προμνήστρια, προμνηστρίς, προμνήστωρ, προξενήτρια, συναγωγεύς; Hebrew: שַׁדְכָן‎; Icelandic: hjónabandsmiðlari; Japanese: 仲人, 媒酌人, 月下氷人; Kazakh: айттырушы; Khmer: មេអណ្ដើក; Korean: 중매인, 뚜쟁이; Kyrgyz: жуучу; Ladino: kazamentera; Latin: conciliatrix; Lithuanian: piršlys, piršlė; Macedonian: сводник; Norwegian Bokmål: ekteskapsformidler, giftekniv; Nynorsk: ekteskapsformidlar, giftekniv; Polish: swat, swatka; Portuguese: casamenteiro; Russian: сват, сваха, сватья; Serbo-Croatian Cyrillic: сну̀бок; Roman: snùbok; Slovak: dohadzovač, dohadzovačka; Spanish: casamentero, casamentera, alcahuete, alcahueta, celestina; Swedish: äktenskapsmäklare; Thai: แม่สื่อ; Turkish: çöpçatan; Ukrainian: сват, сваха, свашка; Vietnamese: người làm mối, bà mối; Yiddish: שדכן‎, יענטע‎