σαγίς
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A wallet, Hsch. σαγλῶδες· πλαδαρὸν σῶμα, Id.
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, Mantelsack, Hesych. πήρα.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγίς: -ίδος, ἡ, σάκκος μικρός, σακκίδιον, «δισάκκιον», «ταγάρι» διὰ ταξείδιον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].