σεισμοποιός
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
όν, A causing earthquakes, Ptol.Tetr.94, Vett. Val.8.25.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί σεισμικές δονήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός < -ποιός].