σκληρολέκτης

From LSJ
Revision as of 22:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρολέκτης Medium diacritics: σκληρολέκτης Low diacritics: σκληρολέκτης Capitals: ΣΚΛΗΡΟΛΕΚΤΗΣ
Transliteration A: sklēroléktēs Transliteration B: sklērolektēs Transliteration C: sklirolektis Beta Code: sklhrole/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A harsh-speaking, Sch.Ar.Nu.1370.

German (Pape)

[Seite 901] ὁ, der hart Redende (?).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρολέκτης: -ου, ὁ τραχύς, σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό είναι σκληρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζο-λέκτης.