σκορπιστής

From LSJ
Revision as of 22:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιστής Medium diacritics: σκορπιστής Low diacritics: σκορπιστής Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: skorpistḗs Transliteration B: skorpistēs Transliteration C: skorpistis Beta Code: skorpisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A scatterer, spendthrift, Lyd.Mag.1.42, Cat.Cod.Astr.8(4).154, al.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν σκορπίζω
(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης.