στενώδης
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ες, A somewhat narrow, αὐχήν interpol.in Peripl.M.Eux. 58.
German (Pape)
[Seite 936] ες, wie eine Enge, etwas eng, Erkl. von ἰσθμοειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στενώδης: -ες, (στένος) κἄπως στενός, ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.