στεατοκήλη

From LSJ
Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτοκήλη Medium diacritics: στεατοκήλη Low diacritics: στεατοκήλη Capitals: ΣΤΕΑΤΟΚΗΛΗ
Transliteration A: steatokḗlē Transliteration B: steatokēlē Transliteration C: steatokili Beta Code: steatokh/lh

English (LSJ)

ἡ,    A sebaceous formation in the scrotum, Gal.14.780.

Greek (Liddell-Scott)

στεᾱτοκήλη: ἡ, στεατώδης τις σχηματισμὸς κατὰ τὸν σάκκον τῶν ὄρχεων, Γαλην.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
στεάτωμα
αρχ.
λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο-κήλη)].