Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
Full diacritics: στομήρης | Medium diacritics: στομήρης | Low diacritics: στομήρης | Capitals: ΣΤΟΜΗΡΗΣ |
Transliteration A: stomḗrēs | Transliteration B: stomērēs | Transliteration C: stomiris | Beta Code: stomh/rhs |
ες, A v. στομώδης.
[Seite 948] ες, = εὔστομος, εὔφημος, Poll. 2, 101.
στομήρης: -ες, ἴδε στομώδης.
-ῆρες, Α
στομώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης)].