συναλλακτής
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A mediator, negotiator, Id. II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.
Greek Monolingual
και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.
Greek Monolingual
και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.