συνδιαρράπτω

From LSJ
Revision as of 07:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαρράπτω Medium diacritics: συνδιαρράπτω Low diacritics: συνδιαρράπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: syndiarráptō Transliteration B: syndiarraptō Transliteration C: syndiarrapto Beta Code: sundiarra/ptw

English (LSJ)

   A sew together, μυσὶ τοὺς τένοντας Gal.13.601.

Greek Monolingual

Α
συρράπτω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαρράπτω «συναρμολογώ, συρράπτω»].

Greek Monolingual

Α
συρράπτω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαρράπτω «συναρμολογώ, συρράπτω»].