συνδιαρράπτω

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαρράπτω Medium diacritics: συνδιαρράπτω Low diacritics: συνδιαρράπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: syndiarráptō Transliteration B: syndiarraptō Transliteration C: syndiarrapto Beta Code: sundiarra/ptw

English (LSJ)

sew together, μυσὶ τοὺς τένοντας Gal.13.601.

Greek Monolingual

Α
συρράπτω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαρράπτω «συναρμολογώ, συρράπτω»].