συνερτικός

From LSJ
Revision as of 08:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερτικός Medium diacritics: συνερτικός Low diacritics: συνερτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synertikós Transliteration B: synertikos Transliteration C: synertikos Beta Code: sunertiko/s

English (LSJ)

   A v. συνερκτικός.

Greek Monolingual

και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.

Russian (Dvoretsky)

συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. συνερκτικός).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).