ταρβάλυξ
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
υγος, ὁ, A = ταρακτικός, Hdn.Gr.2.743.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, Α
ταρακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + εκφραστικό ένθημα -λ- και ουρανικό επίθημα -υγ-ς (πρβλ. πομφόλυξ, φεψάλυξ)].