τειχοκαταλύτης

From LSJ
Revision as of 15:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ου, ὁ</b>" to "ῠ], ου, ὁ")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχοκαταλύτης Medium diacritics: τειχοκαταλύτης Low diacritics: τειχοκαταλύτης Capitals: ΤΕΙΧΟΚΑΤΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: teichokatalýtēs Transliteration B: teichokatalytēs Transliteration C: teichokatalytis Beta Code: teixokatalu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,    A demolisher of walls, Ctes.Fr.57.3.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, der Mauern zerstört, Ctes.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοκαταλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ καταλύων, καταστρέφων τείχη, τῶν τειχοκαταλυτῶν ἐλεφάντων Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 72, σ. 45, 32.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που καταλύει τείχη, που γκρεμίζει τείχη («τῶν τειχοκαταλυτών ἐλεφάντων», Κτήσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + καταλύω «καταστρέφω»].