τετρακάμαρος

From LSJ
Revision as of 08:58, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκάμᾰρος Medium diacritics: τετρακάμαρος Low diacritics: τετρακάμαρος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΑΜΑΡΟΣ
Transliteration A: tetrakámaros Transliteration B: tetrakamaros Transliteration C: tetrakamaros Beta Code: tetraka/maros

English (LSJ)

[κᾰ], ον,    A with four vaults, Hero *Stereom.2.1.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θόλους ή τέσσερεις αψίδες
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρακάμαρον
οικοδόμημα με τέσσερεις αψίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κάμαρος (< καμάρα)].