τοίσδεσι
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Od.10.268, 21.93, Hp.Mul.2.124 ( A v.l. τοῖς εἴδεσιν), Critias 5, and τοίσδεσσι( ν), Od.13.258, al.:—Ep. (and Ion., if rightly read in Hp.) dat. pl. forms of ὅδε. [Accent varies in codd.; in Od.13.258 most codd. and Eust. have τοῖσδεσσι, and Hdn.Gr.2.155 prescribes τοίσδεσσι.]
English (Autenrieth)
see ὅδε.
Greek Monolingual
Α
επικ. και ιων. τ. δοτ. πληθ. αρσ. και ουδ. της αντων. ὅδε, αντί του τ. τοῑσδε.