φανερομισής

From LSJ
Revision as of 09:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰνερομῑσής Medium diacritics: φανερομισής Low diacritics: φανερομισής Capitals: ΦΑΝΕΡΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: phaneromisḗs Transliteration B: phaneromisēs Transliteration C: faneromisis Beta Code: faneromish/s

English (LSJ)

ές (v.l. φᾰνερό-μῑσος, ον),    A openly hating, opp. φανερόφιλος, Arist.EN1124b26.

Greek Monolingual

-ές,και φανερόμισος, -ον, Α
αυτός του οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -μισής / -μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο-μισής].