φιλοτάραχος
From LSJ
English (LSJ)
[τᾰ], ον, A tumultuous, φ. χρῆμα ὁ δῆμος Men.Prot.p.66 D.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοτάρᾰχος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ταραχήν, θορυβώδης, φιλοτάραχον χρῆμα ὁ δῆμος Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 430, 12, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλοτάραχος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι ταραχές
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τάραχος (< ταραχή), πρβλ. πολυ-τάραχος.