φιλόβακχος
English (LSJ)
ον, A loving Bacchus or wine, AP7.222 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 1278] den Bacchus, den Wein liebend, Philodem. 31 (VII, 222).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόβακχος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν Βάκχον ἢ τὸν οἶνον, φῦε κατὰ στήλης, ἱρὴ κόνι, τῇ φιλοβάκχῳ μὴ βάτον, ἀλλ’ ἁπαλὰς λευκοΐων κάλυκας Ἀνθ. Παλατ. 7. 222.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συμπαθεί τον Βάκχο, αυτός που του αρέσει το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Βάκχος.
Greek Monotonic
φῐλόβακχος: -ον, αυτός που αγαπά το Βάκχο ή το κρασί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόβακχος: любящий Вакха, т. е. вино Anth.