μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Full diacritics: φοβίζω | Medium diacritics: φοβίζω | Low diacritics: φοβίζω | Capitals: ΦΟΒΙΖΩ |
Transliteration A: phobízō | Transliteration B: phobizō | Transliteration C: fovizo | Beta Code: fobi/zw |
A terrify, scare, Delph.3(2).129 (i B. C.).
ΝΑ φόβος
προξενώ φόβο
νεοελλ.
1. προξενώ ανησυχία
2. απειλώ, φοβερίζω («νομίζεις ότι μέ φοβίζεις ουρλιάζοντας;»).