χορτολόγος
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
English (LSJ)
ον, A collecting fodder, οἱ χ. foragers, Str.15.1.52.
German (Pape)
[Seite 1367] Gras, Futter sammelnd, fouragirend, Strabo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χορτολόγος: -ον, ὁ συλλέγων, συναθροίζων χόρτον, οἱ χ., οἱ εἰς χορτολογίαν ἐξερχόμενοι, Στράβ. 708.
Greek Monolingual
ο / χορτολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μαζεύει χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -λόγος].