χρυσών
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A treasure, PLips.102.7 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1383] ῶνος, ὁ, der Schatz, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσών: -ῶνος, ὁ, θησαυρός, Βυζ.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, ΜΑ
θησαυροφυλάκιο
μσν.
στον πληθ. οἱ χρυσῶνες
οι κατασκευαστές χρυσών νομισμάτων σε νομισματοκοπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσῶ «επιχρυσώνω» + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. ἀγ-ών)].