ἀγρευτικός
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ή, όν, A of or skilled in hunting, ἀγρευτικόν [ἐστι] useful for ensnaring an enemy, X.Eq.Mag.4.12; ἀ. λίνος Sch.E.Ba.611. Adv. -κῶς Poll.5.9.
German (Pape)
[Seite 22] zum Jagen geschickt, Xen. mag. equ. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, χρήσιμος ἢ πεπειραμένος εἰς τὸ θηρᾶν· ἀγρευτικόν (ἐστι), χρήσιμον εἰς τὸ νὰ παγιδεύσῃ τις ἐχθρόν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 5. 9.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 apropiado para atrapar, cazador ἀγρευτικόν (ἐστι) X.Eq.Mag.4.12
•de caza κύων Ael.NA 8.2
•c. gen., ref. a la expresión μέριμναν ἀγροτέραν en Sch.Pi.O.2.54 (v. ἀγρότερος II), οἱονεὶ ἀγρευτικὴν τῶν καλῶν Herm.in Phdr.74, fig. τῶν ἡδέων Sch.Pi.O.2.96k
•subst. τὸ ἀ. (ζῴον) animal carnívoro o depredador op. ποιηφάγον Max.Tyr.23.4.
2 adv. -ῶς de modo apropiado a la caza o a la manera de los cazadores Poll.5.9.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρευτικός: удобный для поимки: ἀγρευτικόν ἐστιν … Xen. в целях захвата (противника) целесообразно ….