ἀμμότροφος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον, A growing in sand, AP4.1.20 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμότροφος: -ον, ὁ φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ἐν τῇ ἄμμῳ, Ἀνθολ. Π. 4. 1, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit ou croît dans le sable.
Étymologie: ἄμμος, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ον
que se cría en la arenade una planta AP 4.1.20 (Mel.).
Greek Monotonic
ἀμμότροφος: -ον (τρέφω), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.