ἀνάτλημα
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ατος, τό, A sufferance, Suid.
German (Pape)
[Seite 211] τό, das Erdulden, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάτλημα: -ατος, τό, καρτέρησις, καρτερία, «ὑπομονή», Σουΐδ., Α. Β. 393. 12.
Spanish (DGE)
-ματος, τό sufrimiento Sud.