ἀνακωδωνίζω
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
A try by the sound, ring, Ar.Fr.303.
German (Pape)
[Seite 194] anklingen lassen, τὸν ῥύμβον Ar. frg. 288 bei Poll.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακωδωνίζω: κτυπῶ τι καὶ τὸ δοκιμάζω διὰ τοῦ ἤχου, κωδωνίζω, ἠχῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288.
Spanish (DGE)
campanear, hacer sonar λαβὼν τὸν ῥόμβον ἀνακωδώνισον Ar.Fr.303 (cj.).
Greek Monolingual
ἀνακωδωνίζω (Α)
χτυπώ κάτι για να δοκιμάσω τον ήχο του, κουδουνίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακωδωνίζω: заставлять звучать Arph.