ἀπαραχάρακτος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
[χᾰ], ον, A not counterfeit, Damocr. ap. Gal.14.135, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.
German (Pape)
[Seite 280] nicht falsch geprägt, Sp., Hesych. Erkl. von ἀπαράσημος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραχάρακτος: -ον, ὁ μὴ παραχαραχθείς, ὁ μὴ κίβδηλος, Δημόκρ. παρὰ Γαλ. 14. 135· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λεξ. ἀπαράσημον. ― Ἐπίρρ. -τως Ὠριγέν.
Spanish (DGE)
-ον
1 no falsificado, auténtico Λεμνίαν ἔχων ... ἀ. cogiendo tierra lemnia auténtica Damocr. en Gal.14.135, δόξα Cyr.Al.M.74.208C.
2 adv. -ως auténticamente Origenes Io.5.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπαραχάρακτος, -ον)
αυτός που δεν έχει υποστεί παραχάραξη, δεν έχει παραποιηθεί.