ἀπαύλια

From LSJ
Revision as of 14:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαύλια Medium diacritics: ἀπαύλια Low diacritics: απαύλια Capitals: ΑΠΑΥΛΙΑ
Transliteration A: apaúlia Transliteration B: apaulia Transliteration C: apaylia Beta Code: a)pau/lia

English (LSJ)

ων, τά, (αὐλή)    A sleeping alone, esp. the night before the wedding, when the bridegroom slept alone in the father-in-law's house, Poll.3.39; cf. ἐπαύλια:—EM119.14 is confused.

German (Pape)

[Seite 282] ίων, τά, das Alleinschlafen, nach Poll. 3, 39 der Tag vor der Hochzeit, wo der Bräutigam in des Schwiegervaters Hause allein schläft; nach E. M. der Tag, von dem an die Braut nicht mehr in des Vaters Hause schläft, s. ἐπαύλια.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαύλια: -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, κυρίως κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ νυμφίος ἐκοιμᾶτο μόνος ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, ὡσαύτως καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν Πολυδ. Γ΄, 39, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. Ἀλλὰ σύγχυσίς τις φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἐν ταῖς προθέσεσι, διότι ἀπαντῶμεν ἀπαύλια καὶ ἐπαύλια συγκεχυμένως.