ἀποστλέγγισμα

From LSJ
Revision as of 15:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστλέγγισμα Medium diacritics: ἀποστλέγγισμα Low diacritics: αποστλέγγισμα Capitals: ΑΠΟΣΤΛΕΓΓΙΣΜΑ
Transliteration A: apostléngisma Transliteration B: apostlengisma Transliteration C: apostleggisma Beta Code: a)postle/ggisma

English (LSJ)

ατος, τό,    A scrapings with the στλεγγίς, Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 327] τό, das vom Körper nach dem Salben im Bade Abgestrichene, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστλέγγισμα: τό, πληθ. τὰ ἀποστλεγγίσματα, αἱ ἀκαθαρσίαι ἅς ἀπέξεσέ τις διὰ τῆς στλεγγίδος ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ σώματος, Στράβ. 224.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo quitado con el estrígile, raspadura Str.5.2.6.

Greek Monolingual

ἀποστλέγγισμα, το (Α)
η ακαθαρσία του δέρματος που βγαίνει με τη στλεγγίδα.