ἀπρόσειλος
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
A unsunned, E.Fr. 845.
German (Pape)
[Seite 339] Eur. bei B. A. pag. 440, ᾡ οὐδεὶς προσειλεῖται.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσειλος: «ᾧ οὐδεὶς προσειλεῖται, ἀλλ’ εὐθέως πίπτει, ἢ ἀκαυμάτιστος, ἀπὸ τῆς εἴλης» Ἡσύχ. (Εὐρ. Ἄδηλ. 203).
Spanish (DGE)
-ον no soleado E.Fr.845.